παγιώνω

παγιώνω
(ΑΜ παγιῶ, -όω) [πάγιος]
καθιστώ κάτι πάγιο, στερεό, σταθερό, στερεώνω
νεοελλ.
μτφ. καθορίζω σε σταθερά όρια («οι τιμές παγιώθηκαν».)
αρχ.
1. επιβεβαιώνω
2. αποφασίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγιώνω — παγιώνω, παγίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παγιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι σταθερό, σταθεροποιώ: Παγίωσα τη θέση μου πάνω στο θέμα των πιστώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναστερεώνω — (Μ ξαναστερεώνω) στερεώνω ξανά μσν. επανασυνάπτω, σταθεροποιώ και πάλι, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • παγίωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιώνω, η σταθεροποίηση: Παγίωση δανείων. – Παγίωση τελωνειακών τελών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”